ανατιμώ — ανατιμώ, ανατίμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: ανατιμώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατιμώ — (Α ἀνατιμῶ, άω) υψώνω την τιμή, υπερτιμώ, ακριβαίνω … Dictionary of Greek
ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… … Dictionary of Greek
ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον … Dictionary of Greek
ανεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. φέρνω κάτι από κάτω πάνω: Τον βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες στο τρένο. 2. αυξάνω την τιμή, ανατιμώ: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ ανεβασμένες φέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερτιμώ — υπερτίμησα, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος 1. εκτιμώ υπερβολικά, υπερεκτιμώ: Υπερτιμά τις δυνατότητές του. 2. υψώνω την τιμή εμπορεύματος ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανατιμώ, ακριβαίνω: Υπερτιμήθηκε η βενζίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)