ανατιμώ

ανατιμώ
-ησα, -ήθηκα, -ημένος, ανεβάζω την τιμή κάποιου είδους, ακριβαίνω: Των περισσότερων εταιρειών οι μετοχές ανατιμήθηκαν στο χρηματιστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανατιμώ — ανατιμώ, ανατίμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: ανατιμώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατιμώ — (Α ἀνατιμῶ, άω) υψώνω την τιμή, υπερτιμώ, ακριβαίνω …   Dictionary of Greek

  • ανατίμηση — Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας ή νομισματικής ισοτιμίας, δηλαδή o επίσημος καθορισμός της αντιστοιχίας σε χρυσό ή σε ξένα συναλλάγματα, της νομισματικής μονάδας μιας χώρας. Η α. είναι το αντίθετο της υποτίμησης του νομίσματος. Όταν μία χώρα… …   Dictionary of Greek

  • ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον …   Dictionary of Greek

  • ανεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. φέρνω κάτι από κάτω πάνω: Τον βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες στο τρένο. 2. αυξάνω την τιμή, ανατιμώ: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ ανεβασμένες φέτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτιμώ — υπερτίμησα, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος 1. εκτιμώ υπερβολικά, υπερεκτιμώ: Υπερτιμά τις δυνατότητές του. 2. υψώνω την τιμή εμπορεύματος ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανατιμώ, ακριβαίνω: Υπερτιμήθηκε η βενζίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”